Menu
Οι μεταλλάξεις χρησιμοποιούνται σαν τους χτύπους ενός εξελικτικού ρολογιού για να υπολογιστεί πόσες γενεές χωρίζουν δύο άτομα ή δύο πολύ συγγενικά είδη από τον τελευταίο τους πρόγονο.
Για παράδειγμα δύο οικογένειες υπολογίζεται ότι εμφανίζουν 200 νέες μεταλλάξεις ανά γενιά. Μετά από 150 γενιές, οι γενετικές διαφορές δύο οικογενειών που προέρχονται από ένα κοινό πρόγονο θα έχουν φτάσει τις 30.000. Μετά από 10.000.000 χρόνια οι διαφορές θα είναι 1% του DNA. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να υπολογίσουμε την γενετική συγγένεια ατόμων και πληθυσμιακών ομάδων και να ανασυνθέσουμε τις μετακινήσεις και την βιολογική τους ιστορία.
Σε μερικούς βιογραφούμενους μπορέσαμε μέσα από την μελέτη του γονιδίωματος τους να υπολογίσουμε τον βαθμό ενδογαμίας της κοινωνίας στην οποία ζούσαν π.χ. οι γονείς τους ήταν δεύτερα ξαδέλφια. Ομοίως μπορέσαμε να προσδιορίσουμε τον βαθμό συγγένειας ανάμεσα στους βιογραφούμενους που βρέθηκαν ενταφιασμένοι στον ίδιο τάφο. Η μελέτη της παλαιογονιδιωματικής, λοιπόν, προσφέρει πληροφορίες για τη δομή της οικογένειας και της κοινωνίας που δεν μπορούν να διερευνηθούν με άλλο τρόπο.
Tο αρχαίο DNA συμβάλλει ουσιαστικά στην επίλυση αρχαιολογικών προβλημάτων και στην ανασύσταση της βιολογικής ιστορίας και των μεταναστευτικών κυμάτων αρχαίων πληθυσμών.
Σύγχρονες έρευνες αναλύουν το σύνολο του DNA προϊστορικών Ευρωπαίων και δείχνουν ότι οι σημερινοί Ευρωπαίοι έχουν καταγωγή από τρεις προγονικές ομάδες, με διαφορές στη σχετική αναλογία.
Στο πλαίσιο του BioMuse αναλύθηκε το γενετικό υπόβαθρο για κάθε μια από τις 6 βιογραφίες.